- τροχιοδρομικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιόδρομο και στην κίνηση του («τροχιοδρομική γραμμή»)2. το αρσ. ως ουσ. ο τροχιοδρομικός(ενν. υπάλληλος) υπάλληλος ή εργάτης οργανισμού ή εταιρείας που έχει την εκμετάλλευση τών τροχιοδρόμων.επίρρ...τροχιοδρομικώς και τροχιοδρομικά Νμε τον τροχιόδρομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιόδρομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.